Source: European Medicines Agency (EU) Revision Year: 2024 Publisher: Roche Registration GmbH, Emil-Barell-Strasse 1, 79639 Grenzach-Wyhlen, Γερμανία
Το Rozlytrek έχει μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται ώστε να μην οδηγούν ή να μην χειρίζονται μηχανήματα μέχρι να εξαφανιστούν τα συμπτώματα, εάν παρουσιάσουν γνωστικές ανεπιθύμητες ενέργειες, συγκοπή, θαμπή όραση ή ζάλη, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Rozlytrek (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.8).
Δεν εφαρμόζεται.
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (≥20%) ήταν η κόπωση, η δυσκοιλιότητα, η διάρροια, η ζάλη, η δυσγευσία, το οίδημα, το αυξημένο βάρος, η αναιμία, η αυξημένη κρεατινίνη αίματος, η ναυτία, η δυσαισθησία, το άλγος, ο έμετος, η πυρεξία, η αρθραλγία, η αυξημένη ασπαρτική αμινοτρανσφεράση και η δύσπνοια, οι γνωσιακές διαταραχές, ο βήχας και η αυξημένη αμινοτρανσφεράση της αλανίνης. Οι πιο συχνές σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες (≥2%) ήταν η πνευμονική λοίμωξη (5,3%), τα κατάγματα (4,1%), η δύσπνοια (3,6%), η γνωστική δυσλειτουργία (2,9%), η υπεζωκοτική συλλογή (2,5%) και η πυρεξία (2,5%). Μόνιμη διακοπή λόγω ανεπιθύμητης ενέργειας παρατηρήθηκε στο 6,0% των ασθενών.
Ο Πίνακας 4 συνοψίζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου (ADRs, Adverse Drug Reactions) που παρατηρήθηκαν σε 762 ενήλικες και 91 παιδιατρικούς ασθενείς, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με Rozlytrek σε τρεις κλινικές δοκιμές σε ενήλικες (ALKA, STARTRK-1 και STARTRK-2), μία κλινική δοκιμή σε παιδιατρικούς ασθενείς (STARTRK-NG) και μία κλινική δοκιμή σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς (TAPISTRY). Η διάμεση διάρκεια έκθεσης ήταν 8,6 μήνες.
Ο Πίνακας 5 περιλαμβάνει παιδιατρικούς ασθενείς από τρεις κλινικές μελέτες. Τις STARTRK NG, STARTRK 2 και TAPISTRY. Η διάμεση διάρκεια έκθεσης ήταν 11,1 μήνες. Τα παιδιατρικά δεδομένα στην περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών αντικατοπτρίζουν την έκθεση στο Rozlytrek σε αυτόν τον διευρυμένο πληθυσμό παιδιατρικής ασφάλειας (n=91). Το προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε στον διευρυμένο παιδιατρικό πληθυσμό ήταν σύμφωνο με το γνωστό προφίλ παιδιατρικής ασφάλειας από τον συνολικό πληθυσμό ασφάλειας του Πίνακα 4 παρακάτω.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου παρατίθενται ανά κατηγορία οργανικού συστήματος κατά MedDRA. Έχουν χρησιμοποιηθεί οι ακόλουθες κατηγορίες συχνότητας: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000). Σε κάθε κατηγορία οργανικού συστήματος, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται με σειρά φθίνουσας συχνότητας.
Πίνακας 4. Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου οι οποίες εμφανίζονται σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς υπό θεραπεία με το Rozlytrek σε κλινικές δοκιμές (N=853):
Κατηγορία οργανικού συστήματος | Ανεπιθύμητη ενέργεια | Όλοι οι βαθμοί (%) | Κατηγορία συχνότητας (όλοι οι βαθμοί) | Βαθμός ≥3 (%) |
---|---|---|---|---|
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις | Λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος | 15,7 | Πολύ συχνές | 2,7 |
Λοίμωξη του πνεύμονα1 | 14,4 | Πολύ συχνές | 6,1* | |
Διαταραχές του αιμοποιητικού και λεμφικού συστήματος | Αναιμία | 33,4 | Πολύ συχνές | 9,7 |
Ουδετεροπενία2 | 15,8 | Πολύ συχνές | 6,1 | |
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης | Σωματικό βάρος αυξημένο | 34,1 | Πολύ συχνές | 10,6 |
Υπερουριχαιμία | 16,4 | Πολύ συχνές | 2,3 | |
Μειωμένη όρεξη | 13,0 | Πολύ συχνές | 0,7 | |
Αφυδάτωση | 6,6 | Συχνές | 1,1 | |
Σύνδρομο λύσης του όγκου | 0,2 | Όχι συχνές | 0,2* | |
Διαταραχές του νευρικού συστήματος | Ζάλη3 | 36,5 | Πολύ συχνές | 1,9 |
Δυσγευσία | 35,8 | Πολύ συχνές | 0,2 | |
Δυσαισθησία4 | 24,9 | Πολύ συχνές | 0,4 | |
Γνωστικές Διαταραχές5 | 23,3 | Πολύ συχνές | 3,6 | |
Περιφερική αισθητική νευροπάθεια6 | 16,2 | Πολύ συχνές | 1,1 | |
Κεφαλαλγία | 16,1 | Πολύ συχνές | 0,6 | |
Αταξία7 | 15,1 | Πολύ συχνές | 1,5 | |
Διαταραχές του ύπνου8 | 12,8 | Πολύ συχνές | 0,4 | |
Διαταραχές της διάθεσης9 | 9,4 | Συχνές | 0,6 | |
Συγκοπή | 5,0 | Συχνές | 3,5 | |
Οφθαλμικές διαταραχές | Όραση θαμπή10 | 11,7 | Πολύ συχνές | 0,2 |
Καρδιακές διαταραχές | Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια11 | 5,4 | Συχνές | 2,5* |
Παράταση του διαστήματος QT στο ηλεκτροκαρδιογράφημα | 3,6 | Συχνές | 0,9 | |
Αγγειακές διαταραχές | Υπόταση12 | 15,9 | Πολύ συχνές | 2,3 |
Διαταραχές του αναπνευστικού, του θώρακα και του μεσοθωρακίου | Δύσπνοια | 23,8 | Πολύ συχνές | 4,9* |
Βήχας | 21,1 | Πολύ συχνές | 0,4 | |
Υπεζωκοτική συλλογή | 6,0 | Συχνές | 2,2 | |
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος | Δυσκοιλιότητα | 42,3 | Πολύ συχνές | 0,4 |
Διάρροια | 37,9 | Πολύ συχνές | 2,2 | |
Ναυτία | 30,0 | Πολύ συχνές | 0,6 | |
Έμετος | 25,1 | Πολύ συχνές | 1,1 | |
Κοιλιακό άλγος | 11,6 | Πολύ συχνές | 0,6 | |
Δυσφαγία | 10,7 | Πολύ συχνές | 0,6 | |
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων | Αυξημένη AST | 21,1 | Πολύ συχνές | 2,9 |
Αυξημένη ALT | 20,2 | Πολύ συχνές | 3,2 | |
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού | Εξάνθημα13 | 13,4 | Πολύ συχνές | 1,2 |
Αντίδραση φωτοευαισθησίας | 1,9 | Συχνές | 0 | |
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού | Αρθραλγία | 21,0 | Πολύ συχνές | 0,7 |
Μυαλγία | 19,7 | Πολύ συχνές | 0,8 | |
Κατάγματα14 | 11,3 | Πολύ συχνές | 3,4 | |
Μυϊκή αδυναμία | 10,4 | Πολύ συχνές | 1,3 | |
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών | Αυξημένη κρεατινίνη αίματος | 31,5 | Πολύ συχνές | 1,2 |
Κατακράτηση ούρων15 | 10,4 | Πολύ συχνές | 0,6 | |
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης | Κόπωση16 | 43,5 | Πολύ συχνές | 5,0 |
Oίδημα17 | 34,3 | Πολύ συχνές | 1,8 | |
Άλγος18 | 25,6 | Πολύ συχνές | 1,5 | |
Πυρεξία | 23,8 | Πολύ συχνές | 0,9 |
* Βαθμοί 3 έως 5, συμπεριλαμβανομένων των θανατηφόρων ανεπιθύμητων ενεργειών (συμπεριλαμβανομένων 4 αντιδράσεων πνευμονίας, 3 αντιδράσεων δύσπνοιας, 1 αντίδρασης καρδιακής ανεπάρκειας και 1 αντίδρασης σύνδρομου λύσης όγκου).
1 Λοίμωξη του πνεύμονα (βρογχίτιδα, λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, λοίμωξη του πνεύμονα, πνευμονία, λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος)
2 Ουδετεροπενία (ουδετεροπενία, μειωμένος αριθμός ουδετερόφιλων)
3 Ζάλη (ζάλη, ίλιγγος, ίλιγγος θέσης)
4 Δυσαισθησία (παραισθησία, υπεραισθησία, υπαισθησία, δυσαισθησία)
5 Γνωστικές διαταραχές (γνωστική διαταραχή, κατάσταση σύγχυσης, διαταραχή μνήμης, διαταραχή στην προσοχή, αμνησία, μεταβολές της νοητικής κατάστασης, ψευδαίσθηση, παραλήρημα, αποπροσανατολισμός, ομίχλη εγκεφάλου, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής υπερδραστηριότητας, «οπτική ψευδαίσθηση», «ακουστική ψευδαίσθηση», επηρεασμένη διανοητική κατάσταση και νοητική διαταραχή)
6 Περιφερική αισθητική νευροπάθεια (νευραλγία, περιφερική νευροπάθεια, περιφερική κινητική νευροπάθεια, περιφερική αισθητική νευροπάθεια)
7 Αταξία (αταξία, διαταραχή ισορροπίας, διαταραχές στο βάδισμα)
8 Διαταραχές του ύπνου (υπερυπνία, αϋπνία, διαταραχή ύπνου, υπνηλία)
9 Διαταραχές της διάθεσης (άγχος, συναισθηματική αστάθεια, συναισθηματική διαταραχή, διέγερση, καταθλιπτική διάθεση, ευφορία, αλλαγή διάθεσης, μεταβολές της διάθεσης, ευερεθιστότητα, κατάθλιψη, επίμονη καταθλιπτική διαταραχή, ψυχοκινητική καθυστέρηση)
10 Θαμπή όραση (διπλωπία, θαμπή όραση, διαταραχή όρασης)
11 Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (οξεία ανεπάρκεια της δεξιάς κοιλίας, καρδιακή ανεπάρκεια, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, χρόνια ανεπάρκεια δεξιάς κοιλίας, μειωμένο κλάσμα εξώθησης, πνευμονικό οίδημα)
12 Υπόταση (υπόταση, ορθοστατική υπόταση)
13 Εξάνθημα (εξάνθημα, κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, κνησμώδες εξάνθημα, ερυθηματώδες εξάνθημα, βλατιδώδες εξάνθημα)
14 Κατάγματα (κάταγμα κοτύλης, κάταγμα του αστραγάλου, αποσπαστικό κάταγμα, θυλακίτιδα, κάκωση χόνδρου, κάταγμα κλείδας, συμπιεστικό κάταγμα, κάταγμα του αυχένα του μηριαίου, κάταγμα του μηριαίου οστού, κάταγμα περόνης, κάταγμα του ποδιού, κάταγμα, κάταγμα ιερού οστού, κάταγμα άκρας χειρός, κάταγμα του ισχίου, κάταγμα του βραχιονίου, κάταγμα λαγόνιου οστού, κάταγμα της σιαγόνας, κάκωση άρθρωσης, κάταγμα άκρου, κάταγμα κάτω άκρου, κάταγμα οσφυϊκού σπονδύλου, οστεοπορωτικό κάταγμα, παθολογικό κάταγμα, κάταγμα πυέλου, κάταγμα πλευρών, κατάγματα συμπίεσης της σπονδυλικής στήλης, κάταγμα της σπονδυλικής στήλης, σπονδυλολίσθηση, κάταγμα του στέρνου κάταγμα καταπόνησης, ρήξη του αρθρικού υμένα, κάταγμα θωρακικού σπονδύλου, κάταγμα της κνήμης, κάταγμα της ωλένης, κάταγμα του καρπού)
15 Κατακράτηση ούρων (κατακράτηση ούρων, ακράτεια ούρων, δισταγμός στην ούρηση, διαταραχή ούρησης, επείγουσα ούρηση)
16 Κόπωση (κόπωση, εξασθένιση)
17 Οίδημα (οίδημα προσώπου, κατακράτηση υγρών, γενικευμένο οίδημα, εντοπισμένο οίδημα, οίδημα, περιφερικό οίδημα, περιφερική διόγκωση)
18 Άλγος (οσφυαλγία, αυχεναλγία, μυοσκελετικός πόνος του θώρακα, μυοσκελετικός πόνος, πόνος σε άκρο)
Πίνακας 5. Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου οι οποίες εμφανίζονται σε παιδιατρικούς ασθενείς υπό θεραπεία με το Rozlytrek σε κλινικές δοκιμές (n=91):
Κατηγορία οργανικού συστήματος | Συχνότητα | Βρέφη και νήπια1 (n=21) | Παιδιά2 (n=55) | Έφηβοι3 (n=15) | Όλοι οι παιδιατρικοί ασθενείς (n=91) |
---|---|---|---|---|---|
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις | Πολύ συχνές | Λοίμωξη του πνεύμονα (28,6%), Λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (23,8%) | Λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (23,6%), Λοίμωξη του πνεύμονα (16,4%) | Λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (19,8%), Λοίμωξη του πνεύμονα (17,6%) | |
Συχνές | Λοίμωξη του πνεύμονα (6,7%) | ||||
Διαταραχές του αιμοποιητικού και λεμφικού συστήματος | Πολύ συχνές | Αναιμία (61,9%), Ουδετεροπενία (47,6%) | Αναιμία (34,5%), Ουδετεροπενία (27,3%) | Αναιμία (33,3%), Ουδετεροπενία (33,3%) | Αναιμία (40,7%), Ουδετεροπενία (33%) |
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης | Πολύ συχνές | Αύξηση βάρους (23,8%), Μειωμένη όρεξη (14,3%) | Αύξηση βάρους (38,5%), Μειωμένη όρεξη (29,1%), Αφυδάτωση (12.7%) | Αύξηση βάρους (53,3%), Μειωμένη όρεξη (13,3%), Υπερουριχαιμία (13,3%) | Αύξηση βάρους (38,5%), Μειωμένη όρεξη (23,1%) |
Συχνές | Αφυδάτωση (4.8%), Υπερουριχαιμία (4,8%) | Υπερουριχαιμία (3,6%) | Αφυδάτωση (8.8%), Υπερουριχαιμία (5,5%) | ||
Διαταραχές του νευρικού συστήματος | Πολύ συχνές | Κεφαλαλγία (32,7%), Διαταραχές της διάθεσης (16,4%), Διαταραχές του ύπνου (16,4%), Ζάλη (14,5%), Αταξία (10,9%) | Δυσγευσία (20%), Διαταραχές της διάθεσης (13,3%), Γνωστικές Διαταραχές (13,3%), Δυσαισθησία (13,3%) | Κεφαλαλγία (20,9%), Διαταραχές της διάθεσης (14,3%), Διαταραχές του ύπνου (13,2%) | |
Συχνές | Διαταραχές της διάθεσης (9,5%), Διαταραχές του ύπνου (9,5%), Γνωστικές Διαταραχές (9,5%), Αταξία (4,8%), Περιφερική αισθητική νευροπάθεια (4,8%), Συγκοπή (4,8%) | Γνωστικές Διαταραχές (9,1%), Δυσγευσία (9,1%), Δυσαισθησία (5,5%), Συγκοπή (5,5%), Περιφερική αισθητική νευροπάθεια (5,5%) | Κεφαλαλγία (6,7%), Διαταραχές του ύπνου (6,7%), Περιφερική αισθητική νευροπάθεια (6,7%), Συγκοπή (6,7%) | Γνωστικές Διαταραχές (9,9%), Ζάλη (8,8%), Δυσγευσία (8,8%), Αταξία (7,7%), Δυσαισθησία (5,5%), Περιφερική αισθητική νευροπάθεια (5,5%), Συγκοπή (5,5%) | |
Οφθαλμικές διαταραχές | Συχνές | Όραση θαμπή (7,3%) | Όραση θαμπή (6,7%) | Όραση θαμπή (5,5%) | |
Καρδιακές διαταραχές | Συχνές | Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (9,5%), Ηλεκτροκαρδιογράφημα με παρατεταμένο QT (9,5%) | Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (5,5%), Ηλεκτροκαρδιογράφημα με παρατεταμένο QT (5,5%) | Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (5,5%), Ηλεκτροκαρδιογράφημα με παρατεταμένο QT (5,5%) | |
Αγγειακές διαταραχές | Συχνές | Υπόταση (9,5%) | Υπόταση (7,3%) | Υπόταση (6,7%) | Υπόταση (7,7%) |
Διαταραχές του αναπνευστικού, του θώρακα και του μεσοθωρακίου | Πολύ συχνές | Βήχας (42,9%) | Βήχας (40%) | Βήχας (20%), Δύσπνοια (13,3%) | Βήχας (37,4%) |
Συχνές | Δύσπνοια (4,8%) | Δύσπνοια (9,1%), Υπεζωκοτική συλλογή (5,5%) | Υπεζωκοτική συλλογή (6,7%) | Δύσπνοια (8,8%), Υπεζωκοτική συλλογή (4,4%) | |
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος | Πολύ συχνές | Έμετος (47,6%), Διάρροια (42,9%), Δυσκοιλιότητα (42,9%) | Έμετος (43,6%), Διάρροια (43,6%), Δυσκοιλιότητα (36,4%), Ναυτία (34,5%), Κοιλιακό άλγος (25,5%) | Ναυτία (40%), Δυσκοιλιότητα (33,3%), Έμετος (20%), Διάρροια (20%) Κοιλιακό άλγος (13,3%) | Έμετος (40,7%), Διάρροια (39,6%), Δυσκοιλιότητα (37,4%), Ναυτία (28,6%), Κοιλιακό άλγος (19,8%) |
Συχνές | Κοιλιακό άλγος (9,5%), Ναυτία (4,8%) | ||||
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων | Πολύ συχνές | Αυξημένη ALT (47,6%), Αυξημένη AST (42,9%) | Αυξημένη AST (29,1%), Αυξημένη ALT (25,5%) | Αυξημένη AST (53,3%), Αυξημένη ALT (46,7%) | Αυξημένη AST (36,3%), Αυξημένη ALT (34,1%) |
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού | Πολύ συχνές | Εξάνθημα (38.1%) | Εξάνθημα (21,8%) | Εξάνθημα (22%) | |
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού | Πολύ συχνές | Κατάγματα (40%), Αρθραλγία (16,4%) | Κατάγματα (20%), Μυϊκή αδυναμία (13,3%) Μυαλγία (13,3%) | Κατάγματα (29,7%), Αρθραλγία (11%) | |
Συχνές | Κατάγματα (9,5%) | Μυϊκή αδυναμία (7,3%) Μυαλγία (7,3%) | Αρθραλγία (6,7%) | Μυϊκή αδυναμία (6,6%), Μυαλγία (6,6%) | |
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών | Πολύ συχνές | Αυξημένη κρεατινίνη αίματος (19%) | Αυξημένη κρεατινίνη αίματος (34,5%), Κατακράτηση ούρων (18,2%) | Αυξημένη κρεατινίνη αίματος (46,7%) | Αυξημένη κρεατινίνη αίματος (33%), Κατακράτηση ούρων (14,3%) |
Συχνές | Κατακράτηση ούρων (9,5%) | Κατακράτηση ούρων (6,7%) | |||
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης | Πολύ συχνές | Πυρεξία (61,9%) | Πυρεξία (50,9%), Κόπωση (40%), Άλγος (30,9%), Oίδημα (14,5%) | Άλγος (33,3%), Πυρεξία (33,3%), Κόπωση (20%) | Κόπωση (28,6%), Άλγος (26,4%), Πυρεξία (50,5%), Oίδημα (11%) |
Συχνές | Άλγος (9,5%), Oίδημα (9,5%), Κόπωση (4,8%) |
% αναφέρεται σε όλους τους βαθμούς
1 Βρέφη/νήπια (≥28 ημερών έως <24 μηνών): Οι αντιδράσεις Βαθμού ≥3 που αναφέρθηκαν ήταν η ουδετεροπενία, η αύξηση βάρους, η λοίμωξη του πνεύμονα, η αυξημένη AST, το κοιλιακό άλγος και η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος
2 Παιδιά (≥24 μηνών έως <12 ετών): Οι αντιδράσεις Βαθμού ≥3 που αναφέρθηκαν ήταν η ουδετεροπενία, η αύξηση βάρους, τα κατάγματα, η λοίμωξη του πνεύμονα, η αναιμία, η αυξημένη ALT, η συγκοπή, η αυξημένη AST, η αταξία, η δύσπνοια, το κοιλιακό άλγος, η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η κόπωση, η κεφαλαλγία, το άλγος, η πυρεξία, η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, η αρθραλγία, οι γνωστικές διαταραχές, η δυσκοιλιότητα, ο βήχας, η μειωμένη όρεξη, η αφυδάτωση, η υπόταση, η μυϊκή αδυναμία, το οίδημα και ο έμετος
3 Έφηβοι (Ηλικίας ≥12 έως <18 ετών): Οι αντιδράσεις Βαθμού ≥3 που αναφέρθηκαν ήταν η ουδετεροπενία, η αύξηση βάρους, το κάταγμα, η λοίμωξη του πνεύμονα και η κεφαλαλγία
Ποικίλα γνωστικά συμπτώματα αναφέρθηκαν σε κλινικές μελέτες (βλ. παράγραφο 4.4). Αυτά συμπεριλάμβαναν συμβάντα που αναφέρθηκαν ως γνωστικές διαταραχές (6,4%), κατάσταση σύγχυσης (6,2%), εξασθένηση της μνήμης (4,9%), διαταραχή της προσοχής (4,1%), αμνησία (2,3%), μεταβολές της νοητικής κατάστασης (0,9%), ψευδαίσθηση (0,8%), παραλήρημα (0,8%), αποπροσανατολισμός (0,5%), ομίχλη εγκεφάλου (0,4%), διαταραχή ελλειμματικής προσοχής υπερδραστηριότητας (0,2%), οπτική ψευδαίσθηση (0,2%), ακουστική ψευδαίσθηση (0,1%), επηρεασμένη διανοητική κατάσταση (0,1%) και νοητική διαταραχή (0,1%). Γνωστικές διαταραχές βαθμού 3 αναφέρθηκαν στο 3,6% των ασθενών. Οι ενήλικες ασθενείς οι οποίοι είχαν νόσο του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) κατά την αρχική μέτρηση είχαν υψηλότερη συχνότητα αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών (30,0%) σε σύγκριση με τους ασθενείς χωρίς νόσο του ΚΝΣ (22,6%). Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης για γνωστικές διαταραχές ήταν 0,95 μήνες. Στον παιδιατρικό πληθυσμό, το 2,2% (2/91) των ασθενών παρουσίασαν διαταραχή της προσοχής με βαρύτητα Βαθμού 1 και το 2,2% (2/91) των ασθενών παρουσίασαν διαταραχή της προσοχής με βαρύτητα Βαθμού 2.
Τα κατάγματα παρουσιάστηκαν στο 9,1% (69/762) των ενήλικων ασθενών και στο 29,7% (27/91) των παιδιατρικών ασθενών. Γενικά, υπήρξε ανεπαρκής αξιολόγηση της εμπλοκής του όγκου στη θέση του κατάγματος. Ωστόσο, ακτινολογικές ανωμαλίες ενδεχομένως ενδεικτικές της εμπλοκής του όγκου αναφέρθηκαν σε μερικούς ενήλικες ασθενείς. Και στους ενήλικες και τους παιδιατρικούς ασθενείς, τα περισσότερα κατάγματα ήταν κατάγματα του ισχίου ή άλλα κατάγματα των κάτω άκρων (π.χ. μηριαία ή κνημιαίου άξονα) και κάποια κατάγματα προέκυψαν στο πλαίσιο μιας πτώσης ή άλλου τραύματος.
Ο διάμεσος χρόνος έως το κάταγμα ήταν 8,11 μήνες (εύρος: 0,26 μήνες έως 45,34 μήνες) στους ενήλικες. Το Rozlytrek διακόπηκε προσωρινά στο 26,1% των ενηλίκων που εμφάνισαν κατάγματα. Σε δεκαοκτώ ενήλικες ασθενείς διακόπηκε προσωρινά η θεραπεία με Rozlytrek και δύο ενήλικες ασθενείς διέκοψαν το Rozlytrek οριστικά λόγω καταγμάτων. Η δόση του Rozlytrek μειώθηκε σε 2 ενήλικες ασθενείς λόγω καταγμάτων.
Ένα σύνολο 52 συμβάντων κατάγματος αναφέρθηκαν σε 27 παιδιατρικούς ασθενείς, με 14 ασθενείς που παρουσίασαν περισσότερα από ένα περιστατικά κατάγματος. Στους παιδιατρικούς ασθενείς, τα κατάγματα εμφανίστηκαν κυρίως σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 12 ετών. Τα κατάγματα επιλύθηκαν στο 85,2% (23/27) των παιδιατρικών ασθενών. Ο διάμεσος χρόνος μέχρι το κάταγμα ήταν 4,3 μήνες (εύρος: 2,0 μήνες έως 28,65 μήνες) στους παιδιατρικούς ασθενείς. Δώδεκα ασθενείς εμφάνισαν κατάγματα Βαθμού 2 και 10 ασθενείς εμφάνισαν κατάγματα Βαθμού 3. Επτά από τα κατάγματα Βαθμού 3 ήταν σοβαρά. Το Rozlytrek διακόπηκε προσωρινά στο 18,5% (5/27) των παιδιατρικών ασθενών που παρουσίασαν κατάγματα. Έξι παιδιατρικοί ασθενείς διέκοψαν το Rozlytrek οριστικά λόγω καταγμάτων. Η δόση του Rozlytrek μειώθηκε σε έναν παιδιατρικό ασθενή.
Η αταξία (συμπεριλαμβανομένων περιστατικών αταξίας, διαταραχής ισορροπίας και διαταραχών στη βάδιση) αναφέρθηκε στο 15,1% των ασθενών. Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης της αταξίας ήταν 0,5 μήνες (εύρος: 0,03 μήνες έως 65,48 μήνες) και η διάμεση διάρκεια της ήταν 0,7 μήνες (εύρος: 0,03 μήνες έως 11,99 μήνες). Η πλειοψηφία (55,8%) των ασθενών ανάρρωσαν από την αταξία. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με την αταξία παρατηρήθηκαν πιο συχνά σε ηλικιωμένους ασθενείς (24,2%) σε σύγκριση με ασθενείς ηλικίας κάτω των 65 ετών (11,8%).
Συγκοπή αναφέρθηκε στο 5,0% των ασθενών. Σε μερικούς ασθενείς, αναφέρθηκε συγκοπή με ταυτόχρονη υπόταση, αφυδάτωση ή παράταση του QTc και σε άλλους ασθενείς δεν αναφέρθηκαν άλλες ταυτόχρονες σχετικές καταστάσεις.
Μεταξύ των 853 ασθενών που έλαβαν entrectinib σε κλινικές μελέτες, 47 (7,2%) ασθενείς με τουλάχιστον μία αξιολόγηση ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ) μετά την έναρξη παρουσίασαν παράταση του διαστήματος QTcF >60 ms μετά την έναρξη του entrectinib, και 27 (4,1%) ασθενείς είχαν διάστημα QTcF >500 ms (βλ. παράγραφο 4.4).
Η περιφερική αισθητική νευροπάθεια αναφέρθηκε στο 16,2% των ασθενών. Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης ήταν 0,71 μήνες (εύρος 0,03 μήνες έως 81,97 μήνες) και η διάμεση διάρκεια ήταν 0,9 μήνες (εύρος: 0,07 μήνες έως 41 μήνες). Το 48,6% των ασθενών ανάρρωσε από την περιφερική νευροπάθεια.
Οι οφθαλμικές διαταραχές που αναφέρθηκαν στις κλινικές δοκιμές περιλάμβαναν θαμπή όραση (9%), διαταραχή όρασης (1,9%) και διπλωπία (1,8%). Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης για τις οφθαλμικές διαταραχές ήταν 1,9 μήνες (εύρος: 0,03 μήνες έως 49,61 μήνες). Η διάμεση διάρκεια των οφθαλμικών διαταραχών ήταν 1,2 μήνες (εύρος 0,03 μήνες έως 14,98 μήνες). Το 54% των ασθενών ανάρρωσε από τις ανεπιθύμητες ενέργειες της οφθαλμικής διαταραχής.
Το συνολικό προφίλ ασφάλειας του Rozlytrek στον παιδιατρικό πληθυσμό είναι γενικώς παρόμοιο με το προφίλ ασφάλειας στους ενήλικες.
Η ασφάλεια του Rozlytrek σε παιδιατρικούς ασθενείς τεκμηριώθηκε με βάση δεδομένα από 91 παιδιατρικούς ασθενείς σε 3 κλινικές δοκιμές (STARTRK-NG, STARTRK-2 και TAPISTRY). Από αυτούς, οι 21 ασθενείς ήταν ηλικίας 28 ημερών έως <2 ετών, 55 ασθενείς ήταν ηλικίας ≥2 έως <12 ετών, 15 ασθενείς ήταν ηλικίας ≥12 έως <18 ετών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες και εργαστηριακές ανωμαλίες βαρύτητας Βαθμού 3 ή 4 που εμφανίζονται πιο συχνά (σε τουλάχιστον 5% αυξημένη επίπτωση) σε παιδιατρικούς ασθενείς σε σύγκριση με ενήλικες ασθενείς ήταν η ουδετεροπενία (19,8% έναντι 4,5%), το αυξημένο βάρος (18,7% έναντι 9,6%), τα οστικά κατάγματα (11,0% έναντι 2,5%) και η λοίμωξη του πνεύμονα (11,0% έναντι 5,5%). Δεν παρατηρήθηκαν συμβάντα Βαθμού 5 στους 91 ασθενείς στον διευρυμένο πληθυσμό της παιδιατρικής ασφάλειας. Συμβάντα Βαθμού 3 έως 4 που εμφανίστηκαν σε συχνότητα ≥5% ήταν η ουδετεροπενία (19,8%), η αύξηση βάρους (18,7%), τα κατάγματα (11%), η λοίμωξη του πνεύμονα (11%) και η αναιμία (8,8%).
Το προφίλ ασφάλειας σε κάθε ηλικιακή ομάδα (βρέφη και νήπια, παιδιά και έφηβοι) είναι παρόμοιο με το συνολικό προφίλ ασφάλειας του Rozlytrek σε παιδιατρικούς ασθενείς.
Από τους 853 ασθενείς που έλαβαν entrectinib σε κλινικές δοκιμές, οι 227 (26,6%) ασθενείς ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω και 53 (6,2%) ήταν ηλικίας 75 ετών και άνω. Το συνολικό προφίλ ασφάλειας του entrectinib στους ηλικιωμένους ασθενείς είναι παρόμοιο με το προφίλ ασφάλειας που παρατηρήθηκε σε ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 65 ετών. Ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν πιο συχνά (σε τουλάχιστον 5% αυξημένη επίπτωση) στους ηλικιωμένους σε σύγκριση με ασθενείς ηλικίας κάτω των 65 ετών ήταν η ζάλη (44,9% έναντι 33,4%), η αυξημένη κρεατινίνη αίματος (35,7% έναντι 30%), η υπόταση (19,8% έναντι 14,5%) και η αταξία (24,2% έναντι 11,8%).
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο Παράρτημα V.
Το όφελος του Rozlytrek έχει τεκμηριωθεί σε δοκιμές μονού σκέλους που περιέλαβαν ένα σχετικά μικρό δείγμα ασθενών, των οποίων οι όγκοι εμφάνιζαν συντήξεις του γονιδίου NTRK. Οι ευνοϊκές επιδράσεις του Rozlytrek έχουν αποδειχθεί με βάση το ποσοστό συνολικής ανταπόκρισης και τη διάρκεια της ανταπόκρισης σε έναν περιορισμένο αριθμό τύπων όγκου. Η επίδραση μπορεί να είναι ποσοτικά διαφορετική ανάλογα με τον τύπο του όγκου, καθώς και με τις συνυπάρχουσες γονιδιακές μεταλλάξεις (βλ. παράγραφο 5.1). Για τους λόγους αυτούς, το Rozlytrek θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εάν δεν υπάρχουν ικανοποιητικές θεραπευτικές επιλογές (δηλαδή, για τις οποίες το κλινικό όφελος δεν έχει τεκμηριωθεί ή όπου αυτές οι θεραπευτικές επιλογές έχουν εξαντληθεί).
Γνωστικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της σύγχυσης, των μεταβολών της νοητικής κατάστασης, της διαταραχής της μνήμης και των ψευδαισθήσεων, αναφέρθηκαν σε κλινικές μελέτες με το Rozlytrek (βλ. παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών παρουσίασαν μεγαλύτερη επίπτωση αυτών των συμβάντων σε σχέση με τους νεότερους ασθενείς. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία γνωστικών μεταβολών.
Βάσει της βαρύτητας των γνωστικών διαταραχών, η θεραπεία με Rozlytrek θα πρέπει να τροποποιείται όπως περιγράφεται στον Πίνακα 4 στην παράγραφο 4.2.
Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται σχετικά με την πιθανότητα γνωστικών μεταβολών κατά τη θεραπεία με Rozlytrek. Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται, ώστε να μην οδηγούν ή χειρίζονται μηχανήματα μέχρι να επιλυθούν τα συμπτώματα εάν παρουσιάσουν γνωστικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.7).
Κατάγματα έχουν αναφερθεί στο 29,7% (27/91) των παιδιατρικών ασθενών που έλαβαν θεραπεία με Rozlytrek στις κλινικές δοκιμές (βλ. παράγραφο 4.8). Κατάγματα των οστών εμφανίστηκαν κυρίως σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας κάτω των 12 ετών και ήταν εντοπισμένα στο κάτω άκρο (με μια προδιάθεση για το μηριαίο οστό, την κνήμη, το άκρο πόδι και την περόνη). Τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιατρικούς ασθενείς, κάποια κατάγματα εμφανίστηκαν στο πλαίσιο μιας πτώσης ή άλλου τραύματος στην πληγείσα περιοχή. Δεκατέσσερις παιδιατρικοί ασθενείς είχαν περισσότερα από ένα περιστατικά κατάγματος. Τα κατάγματα υποχώρησαν στην πλειοψηφία των παιδιατρικών ασθενών (βλ. παράγραφο 4.8). Πέντε παιδιατρικοί ασθενείς είχαν προσωρινή διακοπή στη θεραπεία με Rozlytrek λόγω κατάγματος. Έξι παιδιατρικοί ασθενείς διέκοψαν οριστικά τη θεραπεία λόγω καταγμάτων.
Οι ασθενείς με σημεία ή συμπτώματα καταγμάτων (π.χ. άλγος, μη φυσιολογικό βάδισμα, μεταβολές στην κινητικότητα, παραμόρφωση) θα πρέπει να αξιολογούνται αμέσως.
Υπερουριχαιμία έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς που έλαβαν entectinib. Τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό θα πρέπει να αξιολογούνται πριν από την έναρξη του Rozlytrek και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία και συμπτώματα υπερουριχαιμίας. Η θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν το ουρικό οξύ πρέπει να ξεκινά όπως ενδείκνεται κλινικά και το Rozlytrek να διακόπτεται προσωρινά για σημεία και συμπτώματα υπερουριχαιμίας. Η δόση Rozlytrek θα πρέπει να τροποποιείται με βάση τη σοβαρότητα όπως περιγράφεται στον Πίνακα 3 στην παράγραφο 4.2.
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (ΣΚΑ) έχει αναφερθεί σε 5,4% των ασθενών στις κλινικές δοκιμές με το Rozlytrek (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτές οι αντιδράσεις παρατηρήθηκαν σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό καρδιακής νόσου και επιλύθηκαν στο 63,0% αυτών των ασθενών κατόπιν εγκαθίδρυσης της κατάλληλης κλινικής διαχείρισης και/ή μείωσης/διακοπής της δόσης του Rozlytrek.
Για ασθενείς με συμπτώματα ή γνωστούς παράγοντες κινδύνου ΣΚΑ, το κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας (LVEF) θα πρέπει να αξιολογείται πριν από την έναρξη της θεραπείας με Rozlytrek. Οι ασθενείς που λαμβάνουν Rozlytrek πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά και εκείνοι με κλινικά σημεία και συμπτώματα ΣΚΑ, συμπεριλαμβανομένης της δυσχέρειας στην αναπνοή ή του οιδήματος, θα πρέπει να αξιολογούνται και να αντιμετωπίζονται όπως ενδείκνυται κλινικά.
Με βάση τη βαρύτητα της ΣΚΑ, η θεραπεία με Rozlytrek πρέπει να τροποποιείται όπως περιγράφεται στον Πίνακα 3 στην παράγραφο 4.2.
Παράταση του διαστήματος QTc έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Rozlytrek σε κλινικές μελέτες (βλ. παράγραφο 4.8).
Η χρήση του Rozlytrek θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με διάστημα QTc μεγαλύτερο από 450 ms κατά την έναρξη, σε ασθενείς με συγγενές σύνδρομο μακρού QTc, και σε ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτικά προϊοντα τα οποία είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QTc.
Το Rozlytrek θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με ανωμαλίες ηλεκτρολυτών ή σημαντική καρδιακή νόσο, συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατου εμφράγματος του μυοκαρδίου, της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, της ασταθούς στηθάγχης, και των βραδυαρρυθμιών. Εάν κατά τη γνώμη του θεράποντος ιατρού, τα πιθανά οφέλη του Rozlytrek σε έναν ασθενή με οποιαδήποτε από αυτές τις καταστάσεις υπερτερούν των πιθανών κινδύνων, θα πρέπει να πραγματοποιείται πρόσθετη παρακολούθηση και να λαμβάνεται υπόψη η διαβούλευση με ειδικό.
Συνιστάται η αξιολόγηση του ΗΚΓ και των ηλεκτρολυτών κατά την έναρξη και μετά από 1 μήνα θεραπείας με Rozlytrek. Συνιστάται επίσης περιοδική παρακολούθηση των ΗΚΓ και των ηλεκτρολυτών, όπως ενδείκνυνται κλινικά, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Rozlytrek.
Βάσει της βαρύτητας της παράτασης του QTc, η θεραπεία με Rozlytrek θα πρέπει να τροποποιείται, όπως περιγράφεται στον Πίνακα 3 στην παράγραφο 4.2.
Το Rozlytrek μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο έμβρυο όταν χορηγείται σε έγκυο γυναίκα. Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να χρησιμοποιούν υψηλής αποτελεσματικότητας μεθόδους αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της θεραπείας και έως και 5 εβδομάδες μετά την τελευταία δόση του Rozlytrek.
Οι άνδρες ασθενείς με γυναίκες συντρόφους σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει να χρησιμοποιούν μεθόδους αντισύλληψης υψηλής αποτελεσματικότητας κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Rozlytrek και για 3 μήνες μετά την τελευταία δόση (βλ. Παραγράφους 4.6 και 5.3).
Η συγχορήγηση του Rozlytrek με έναν ισχυρό ή μέτριο αναστολέα του CYP3A αυξάνει τη συγκεντρώση του entrectinib στο πλάσμα (βλέπε παράγραφο 4.5), γεγονός που θα μπορούσε να αυξήσει τη συχνότητα ή τη βαρύτητα των ανεπιθύμητων ενεργειών. Θα πρέπει να αποφεύγεται η συγχορήγηση του Rozlytrek με ισχυρό ή μέτριο αναστολέα του CYP3A. Για τους ενήλικες ασθενείς, εάν η συγχορήγηση είναι αναπόφευκτη, η δόση του Rozlytrek πρέπει να μειωθεί (βλ. παράγραφο 4.2).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Rozlytrek η κατανάλωση γκρέιπφρουτ, προϊόντων γκρέιπφρουτ και πορτοκαλιών Σεβίλλης θα πρέπει να αποφεύγεται.
Η συγχορήγηση του Rozlytrek με έναν ισχυρό ή μέτριο επαγωγέα του CYP3A ή της Ρ-γλυκοπρωτεΐνης (P-gp) μειώνει τις συγκεντρώσεις του entrectinib στο πλάσμα (βλέπε παράγραφο 4.5), γεγονός που μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα του Rozlytrek, και θα πρέπει να αποφεύγεται.
Το Rozlytrek περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, με ολική ανεπάρκεια λακτάσης ή με δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
Τα σκληρά καψάκια Rozlytrek των 200 mg περιέχουν sunset yellow FCF (E110) το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις.
Το entrectinib είναι ένας ασθενής αναστολέας του CYP3A4. Η συγχορήγηση του entrectinib των 600 mg άπαξ ημερισίως με από του στόματος μιδαζολάμη (ένα ευαίσθητο υπόστρωμα του CYP3A) σε ασθενείς αύξησε την AUC της μιδαζολάμης κατά 50% αλλά μείωσε τη Cmax της μιδαζολάμης κατά 21%. Συνιστάται προσοχή όταν το entrectinib χορηγείται μαζί με ευαίσθητα υποστρώματα του CYP3A4 με στενό θεραπευτικό εύρος (π.χ. σισαπρίδη, κυκλοσπορίνη, εργοταμίνη, φαιντανύλη, πιμοζίδη, κινιδίνη, τακρόλιμους, αλφεντανύλη και σιρόλιμους), εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών.
In vitro δεδομένα υποδεικνύουν ότι το entrectinib έχει δυνατότητα αναστολής της Ρ-γλυκοπρωτεΐνης (P-gp).
Η συγχορήγηση μιας εφάπαξ δόσης entrectinib των 600 mg με διγοξίνη (ευαίσθητο υπόστρωμα της P-gp) αύξησε τη Cmax της διγοξίνης κατά 28% και την AUC της κατά 18%. Η νεφρική κάθαρση της διγοξίνης ήταν παρόμοια μεταξύ των θεραπειών με μονοθεραπεία με διγοξίνη και με διγοξίνη συγχορηγούμενη με entrectinib, υποδεικνύοντας ελάχιστη επίδραση του entrectinib στην νεφρική κάθαρση της διγοξίνης.
Η επίδραση του entrectinib στην απορρόφηση της διγοξίνης δε θεωρείται κλινικά σημαντική, αλλά είναι άγνωστο εάν η επίδραση του entrectinib μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε πιο ευαίσθητα, από του στόματος χορηγούμενα υποστρώματα της Ρ-gp, όπως η ετεξιλική δαβιγατράνη.
Παρατηρήθηκε αναστολή της BCRP σε in vitro μελέτες. Η κλινική σημασία αυτής της αναστολής δεν είναι γνωστή, αλλά συνιστάται προσοχή όταν από του στόματος ευαίσθητα υποστρώματα της BCRP (π.χ. μεθοτρεξάτη, μιτοξαντρόνη, τοποτεκάνη, λαπατινίμπη) συγχορηγούνται με entrectinib, λόγω του κινδύνου αυξημένης απορρόφησης.
In vitro δεδομένα υποδεικνύουν ότι το entrectinib έχει χαμηλή δυνατότητα αναστολής του Πολυπεπτιδίου Μεταφοράς Οργανικών Ανιόντων (OATP)1B1. Η κλινική σημασία αυτής της αναστολής δεν είναι γνωστή, αλλά συνιστάται προσοχή όταν από του στόματος ευαίσθητα υποστρώματα του OATP1B1 (π.χ. ατορβαστατίνη, πραβαστατίνη, ροσουβαστατίνη, ρεπαγλινίδη, βοσεντάνη) συγχορηγούνται με entrectinib, λόγω του κινδύνου αυξημένης απορρόφησης.
Μελέτες in vitro δείχνουν ότι το entrectinib μπορεί να επάγει τα ρυθμιζόμενα από τον υποδοχέα πρεγνάνης X (PXR) ένζυμα (π.χ. οικογένεια CYP2C και UGT). Η συγχορήγηση του entrectinib με υποστρώματα των CYP2C8, CYP2C9 ή CYP2C19 (π.χ. ρεπαγλινίδη, βαρφαρίνη, τολβουταμίδη ή ομεπραζόλη) μπορεί να μειώσει την έκθεσή τους.
Επί του παρόντος είναι άγνωστο εάν το entrectinib μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα των ορμονικών αντισυλληπτικών με συστηματική δράση. Επομένως, συνίσταται στις γυναίκες που χρησιμοποιούν ορμονικά αντισυλληπτικά με συστηματική δράση να προσθέσουν μια μέθοδο φραγμού (βλ. παράγραφο 4.6).
Βάσει των in vitro δεδομένων, το CYP3A4 είναι το επικρατέστερο ένζυμο που μεσολαβεί στον μεταβολισμό του entrectinib και στον σχηματισμό του κύριου ενεργού του μεταβολίτη M5.
Η συγχορήγηση πολλαπλών από του στόματος δόσεων ριφαμπικίνης, η οποία είναι ένας ισχυρός επαγωγέας του CYP3A, με μία εφάπαξ από του στόματος δόση entrectinib, μείωσε την AUCinf του entrectinib κατά 77% και τη Cmax κατά 56%.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η συγχορήγηση του entrectinib με επαγωγείς των CYP3A/P-gp (που συμπεριλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στην καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη, ριφαμπουτίνη, ριφαμπικίνη, βαλσαμόχορτο [St. John’s Wort-Hypericum perforatum], απαλουταμίδη, ριτοναβίρη, δεξαμεθαζόνη).
Εάν η συγχορήγηση του Rozlytrek με δεξαμεθαζόνη δεν μπορεί να αποφευχθεί, οι συστάσεις για τη δόση της δεξαμεθαζόνης θα πρέπει να καθορίζονται από τον επαγγελματία υγείας.
Η συγχορήγηση της ιτρακοναζόλης, η οποία είναι ένας ισχυρός αναστολέας του CYP3A4, με μια εφάπαξ από του στόματος δόση entrectinib αύξησε την AUCinf κατά 600% και τη Cmax κατά 173%. Με βάση τη μοντελοποίηση φαρμακοκινητικής (PBPK) που βασίζεται σε φυσιολογική βάση, αναμένεται παρόμοιο μέγεθος της επίδρασης σε παιδιά ηλικίας από 2 ετών και άνω.
Η συγχορήγηση ισχυρών και μέτριων αναστολέων του CYP3A (που συμπεριλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στη ριτοναβίρη, σακουιναβίρη, κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, βορικοναζόλη, ποσακοναζόλη, γκρέιπφρουτ ή πορτοκάλια Σεβίλλης) θα πρέπει να αποφεύγεται. Εάν η ταυτόχρονη χρήση ισχυρών ή μέτριων αναστολέων του CYP3A δεν μπορεί να αποφευχθεί, απαιτείται προσαρμογή της δόσης του entrectinib (βλ. παράγραφο 4.2).
Παρόλο που δεν αναμένεται αξιοσημείωτη επίδραση των ανασταλτικών φαρμακευτικών προϊόντων της P-gp στη φαρμακοκινητική του entrectinib, συνιστάται προσοχή όταν η θεραπεία με ισχυρούς ή μέτριους αναστολείς της P-gp (π.χ. βεραπαμίλη, νιφεδιπίνη, φελοδιπίνη, φλουβοξαμίνη, παροξετίνη) συγχορηγείται με το entrectininb λόγω του κινδύνου αυξημένης έκθεσης στο entrectinib. (βλ. παράγραφο 5.2).
Η συγχορήγηση τη λανσοπραζόλης, που είναι αναστολέας της αντλίας πρωτονίων (PPI, Proton Pump Inhibitor), με μια εφάπαξ δόση entrectinib των 600 mg μείωσε την AUC κατά 25% και τη Cmax κατά 23%.
Δεν απαιτούνται προσαρμογές της δόσης όταν το entrectinib συγχορηγείται με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs) ή άλλα φάρμακα που αυξάνουν το γαστρικό pH (π.χ. ανταγωνιστές υποδοχέων Η2 ή αντιόξινα).
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Δεν διατίθενται διαθέσιμα δεδομένα για τη χρήση του entrectinib σε έγκυες γυναίκες. Με βάση τις μελέτες σε ζώα και τον μηχανισμό δράσης του, το entrectinib μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο έμβρυο όταν χορηγείται σε έγκυο γυναίκα (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.3).
Το Rozlytrek δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και σε γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία που δεν χρησιμοποιούν αντισύλληψη.
Οι γυναίκες ασθενείς που λαμβάνουν το Rozlytrek θα πρέπει να ενημερώνονται για την δυνητική βλάβη στο έμβρυο. Οι γυναίκες ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται να επικοινωνήσουν με το γιατρό τους σε περίπτωση εμφάνισης εγκυμοσύνης.
Δεν είναι γνωστό αν το entrectinib ή οι μεταβολίτες του απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα. Ο κίνδυνος για τα παιδιά που θηλάζουν δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο θηλασμός θα πρέπει να διακόπτεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Rozlytrek.
© All content on this website, including data entry, data processing, decision support tools, "RxReasoner" logo and graphics, is the intellectual property of RxReasoner and is protected by copyright laws. Unauthorized reproduction or distribution of any part of this content without explicit written permission from RxReasoner is strictly prohibited. Any third-party content used on this site is acknowledged and utilized under fair use principles.